Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Γνώριζε ο Ιουστίνος τα ονόματα των τεσσάρων Ευαγγελίων του Βιβλικού Κανόνα;



   Στη σύγχρονη βιβλική επιστήμη, και συγκεκριμένα στον κλάδο της Καινής Διαθήκης, φαίνεται να είναι κοινός τόπος μεταξύ των καινοδιαθηκολόγων επιστημόνων, το γεγονός της συγγραφής των τεσσάρων Ευαγγελίων γύρω στα τέλη (70-100) του πρώτου αιώνα μ.Χ. Το Ευαγγέλιο του Μάρκου προηγείται χρονικά των τριών άλλων και πιστεύεται από την επιστημονική κοινότητα ότι γράφτηκε πρώτο. Ωσαύτως, είναι επίσης αποδεκτό ότι τα ευαγγέλια αρχικά δεν περιείχαν τις επιγραφές και τους τίτλους που τους αποδίδουμε εμείς σήμερα όταν τα διαβάζουμε, όπως π.χ. «Κατά Μάρκον», «Κατά Ματθαίον». Επίσης τα Ευαγγέλια δεν ήταν χωρισμένα και αριθμημένα σε κεφάλαια και χωρία, κάτι που συνέβη πολλούς αιώνες αργότερα.


     Στην παρούσα ανάρτηση θα εξετάσουμε αν ο Μάρτυς και Απολογητής του 2ου αιώνα μ.Χ. Ιουστίνος είχε επίγνωση των ονομάτων των Ευαγγελίων όπως τα ονομάζουμε και τα τιτλοφορούμε σήμερα.

 

 
      Τα δύο σημαντικότερα από τα σωζόμενα έργα του Ιουστίνου, γραμμένα περί το 150 μ.Χ., είναι η «Α΄Απολογία» και ο «Διάλογος προς Τρύφωνα». Ο τρόπος με τον οποίο ο Ιουστίνος αναφέρεται στα Ευαγγέλια είναι να χρησιμοποιεί τον όρο «απομνημονεύματα». Ο όρος «απομνημονεύματα» απαντάει συνολικά 15 φορές στα δύο αυτά έργα του Ιουστίνου. Πιο συγκεκριμένα, 11 φορές σε δοτική πληθυντικού, δηλαδή «απομνημονεύμασι(ν)», στον «Διάλογο προς Τρύφωνα», 1 φορά σε δοτική πληθυντικού στην «Απολογία», 2 φορές σε γενική πληθυντικού (απομνημονευμάτων) στον «Διάλογο προς Τρύφωνα» και 1 φορά σε ονομαστική πληθυντικού στην «Απολογία». Επιπλέον, στην Απολογία υπάρχουν πολλές ρήσεις, προτροπές και φράσεις του Ιησού Χριστού, τα οποία συναντάμε στα Ευαγγέλια του Ματθαίου, του Λουκά και του Μάρκου, χωρίς όμως ο Ιουστίνος να τα κατονομάζει ή να αναφέρει ονομαστικά από που προέρχεται η εκάστοτε φράση του Ιησού που χρησιμοποιεί. Επομένως και στις δύο περιπτώσεις, τόσο με τον όρο «απομνημονεύματα» όσο και με τις υπόλοιπες φορές που ο  Ιουστίνος χρησιμοποιεί φράσεις από τα Ευαγγέλια, ταυτόχρονα δεν συνυπάρχει κάποια σαφής ένδειξη ότι ο Ιουστίνος γνωρίζει τους τίτλους των Ευαγγελίων «Κατά Μάρκον», «Κατά Ματθαίον», «Κατά Λουκάν» κλπ.

    Ορισμένοι πιο συντηρητικοί καινοδιαθηκολόγοι, όπως ο Larry Hurtado (εδώ η άποψή του πάνω στο θέμα: https://larryhurtado.wordpress.com/2018/04/10/justin-martyr-and-the-gospels-2/), ίσως θα επικαλεστούν το γεγονός, ότι ο Ιουστίνος όντως γνώριζε τους συγγραφείς και κατά συνέπεια και τους τίτλους των Ευαγγελίων, αλλά δεν τους χρησιμοποιούσε διότι δεν αφορούσαν άμεσα τους παραλήπτες της «Απολογίας», οι οποίοι ήταν Ρωμαίοι Αυτοκράτορες και οι οποίοι στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. δεν είχαν ακόμη εκχριστιανιστεί και άρα δεν γνώριζαν τα κείμενα των χριστιανών ως Ευαγγέλια. 

     Το συγκεκριμένο επιχείρημα, φαίνεται να καταρρίπτεται, διότι όταν αντιθέτως ο Ιουστίνος αναφέρεται σε χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, εκεί χρησιμοποιεί κανονικά τα ονόματα των βιβλίων που παραπέμπει. Για παράδειγμα, όταν παραπέμπει στην Γένεση της Πεντατεύχου, ο Ιουστίνος αναφέρει συγκεκριμένα ότι ο «Μωυσῆς μὲν οὖν, πρῶτος τῶν προφητῶν γενόμενος, εἶπεν αὐτολεξεὶ οὕτως…» (Απολογία 32,1, όπως και 44,1). Το ίδιο συμβαίνει και όταν αναφέρεται στον προφήτη Ησαϊα, στον προφήτη Μιχαία, στον προφήτη Ζαχαρία, στον προφήτη Ιεζεκιήλ και στον προφήτη Ιερεμία. Ο Ιουστίνος πρώτα αναφέρει το όνομα του προφήτη που φέρεται να έγραψε το εκάστοτε βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης και έπειτα αναφέρει τη φράση του βιβλίου. Επομένως, εφόσον ο Ιουστίνος αναφέρει τα ονόματα των συγγραφέων των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, τότε ποιος ο λόγος να μην αναφέρει τα ονόματα των συγγραφέων των Ευαγγελίων; Οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες στους οποίους απευθύνεται η «Απολογία», εφόσον δεν ήταν οι ίδιοι χριστιανοί, πιθανότατα δεν γνώριζαν τα Ευαγγέλια και το ίδιο δεν γνώριζαν την Παλαιά Διαθήκη. Εδώ βέβαια θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ως αντίλογο, ότι η Παλαιά Διαθήκη αποτελούσε για πολλούς αιώνες πριν την έλευση του Χριστιανισμού το ιερό βιβλίο των Ιουδαίων, και άρα ίσως οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες να είχαν επίγνωση αυτών των κειμένων. Ίσως πράγματι να είχαν γνώση των συκγκεκριμένων βιβλίων και για αυτό το λόγο ο Ιουστίνος να χρησιμοποιούσε τα ονόματα των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης. Το επιχείρημα όμως αυτό, ακόμη και αν ισχύει και είναι ορθό, δεν δίνει απάντηση, ούτε εξηγεί το γιατί ο Ιουστίνος επιμένει να μην χρησιμοποιεί ποτέ τους τίτλους των Ευαγγελίων όταν αναφέρεται σε αυτά.

     Ακόμη, όταν ο Ιουστίνος αναφέρεται σε κείμενα εκτός του Χριστιανισμού, και πάλι αναφέρει το όνομα από το οποίο προέρχονται. (π.χ. Τίμαιος του Πλάτωνα, Απολογία 60,1).

 

       Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, θεωρούμε δεδομένο ότι ο Ιουστίνος πράγματι είχε επίγνωση, και μάλιστα επαρκή, των τεσσάρων Eυαγγελίων του Βιβλικού Κανόνα. Το γεγονός όμως ότι ποτέ δεν αναφέρεται ονομαστικά και συγκεκριμένα σε κάποιο από αυτά, μας αναγκάζει να τείνουμε να πιστέψουμε ότι πιθανότατα τουλάχιστον μέχρι την εποχή του (μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ.), τα Ευαγγέλια δεν τιτλοφορούνταν ονομαστικά όπως άρχισαν να τιτλοφορούνται αργότερα και όπως τιτλοφορούνται μέχρι και σήμερα. Σε κάθε περίπτωση δεν βρίσκουμε τον λόγο στο γιατί αν τα Ευαγγέλια όντως τιτλοφορούνταν κανονικά, ο Ιουστίνος να απέκρυπτε σκόπιμα την ονομασία τους.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου