Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Τι σημαίνει ότι ο Υιός είναι ομοούσιος του Πατρός;



     Αν και ύψιστης θεολογικής σημασίας για την χριστιανική πατερική θεολογία και παράδοση, τα πρακτικά της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας το 325 μ.Χ. δεν σώζονται μέχρι σήμερα. Αντί αυτών έχουμε πολλά έργα του Μεγάλου Αθανασίου, ο οποίος ως διάκονος συμμετείχε τότε στη Σύνοδο, και ο οποίος μας δίνει μια εικόνα μέσα από δικά του έργα για το τι συνέβη στη Σύνοδο. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ορισμένα κεφάλαια του έργου του, Περί της εν Νικαία Συνόδου, που διαβάσαμε και σε προηγούμενή μας ανάρτηση, υποκαθιστούν όσο μπορούν τα πρακτικά της Συνόδου, χωρίς βέβαια επίσημα να κατέχουν θέση πρακτικών.
    Ο άγιος Αθανάσιος λοιπόν μας δίνει πολλές πληροφορίες. Καταρχήν, ο Άρειος και η παράταξη των Αρειανών εκπροσωπούνταν στη Σύνοδο με ηγετική μορφή τον επίσκοπο Ευσέβιο Νικομηδείας, υποστηρίζοντας ότι ο Υιός προέρχεται στην ύπαρξη εκ του μηδενός. Οι υπόλοιποι πατέρες πρότειναν ότι ο Υιός είναι «εκ Θεού».
     Οι Αρειανοί, που εκλάμβαναν τον Υιό ως κοινό κτίσμα, συμφώνησαν με τον όρο εκ Θεού, αρκεί αυτός ο όρος να ισχύει όπως ισχύει για τον Υιό και για όλους εμάς, και για όλα τα υπόλοιπα κτίσματα, διότι υποστήριζαν «εἷς Θεὸς ὁ πατήρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς εἰς αὐτόν» (Α΄Κορ.). Ήθελαν να παραμείνει ο Υιός στο επίπεδο των κτισμάτων. 




      Στη συνέχεια οι ορθόδοξοι πατέρες θέλοντας να περιγράψουν την σχέση του Υιού με τον Πατέρα, έγραψαν ότι ο Υιός είναι «εκ της ουσίας του Θεού». Με αυτόν τον τρόπο γινόταν πλέον σαφές και αντιληπτό ότι μόνο ο Υιός, ως μη κτίσμα, ήταν από την ουσία του Θεού και όχι τα υπόλοιπα κτιστά δημιουργήματα. Ούτε ο Υιός είναι κατά τη φύση όπως τα δημιουργήματα, ούτε ο Υιός είναι ένα από τα δημιουργήματα.
      Κατόπιν οι ορθόδοξοι επίσκοποι αποφάσισαν να γράψουν ότι ο Υιός είναι δύναμη και εικών του Πατρός, όμοιος και απαράλλακτος, υπάρχων πάντα αδιαίρετος με τον Πατέρα. Η ομάδα του Ευσεβίου, καταφεύγοντας και ερμηνεύοντας κατά το δοκούν αγιογραφικά χωρία και θέλοντας να διατηρήσει τον Υιό στο επίπεδο της κτιστής δημιουργίας, επέμενε και πάλι ότι όλες αυτές οι ιδιότητες μπορούν να περιγράφουν άριστα και την δική μας σχέση, των ανθρώπων, με τον Θεό.
      Για να γίνει όμως ακόμη πιο κατανοητή η σχέση Υιού Πατρός, οι υπόλοιποι επίσκοποι τόνισαν ότι ο Υιός είναι ομοούσιος του Πατρός. Όχι δηλαδή μόνο όμοιος εξωτερικά ή προς το σχήμα με τον Πατέρα, αλλά ομοούσιος, δηλαδή όμοιος ως προς την ουσία του. Σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει και ταυτότητα ουσίας. Συνεπώς με τον όρο ομοούσιος δηλώνεται μία αδιαίρετη ουσία και ταυτότητα ουσίας μεταξύ του Πατρός και του Υιού. Δηλώνεται μία εσωτερική αϊδια και προϋπάρχουσα σχέση εντός της Τριάδος. Ο Υιός υπάρχει προαιώνια ως γέννημα του Πατρός και ο Πατήρ δεν υπάρχει μόνος του αλλά μόνο μαζί με τον Υιό. Αντίστοιχα και ο Υιός υπάρχει μόνο μαζί με τον Πατέρα προαιωνίως.
       Τα κεφάλαια 19,20 από το Περί της Εν Νικαία Συνόδου, περιγράφουν πολύ καλά τις  πράξεις της Συνόδου.

Τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου· ὅτι ἡ ἐν Νικαίᾳ σύνοδος ἑωρακυῖα τὴν πανουργίαν τῶν περὶ Εὐσέβιον ἐξέθετο πρεπόντως καὶ εὐσεβῶς κατὰ τῆς ἀρειανῆς αἱρέσεως τὰ ὁρισθέντα.

   Τῆς συνόδου βουλομένης τὰς μὲν τῶν Ἀρειανῶν τῆς ἀσεβείας λέξεις ἀνελεῖν, τὰς δὲ τῶν γραφῶν ὁμολογουμένας φωνὰς γράψαι, ὅτι τε υἱός ἐστιν οὐκ ἐξ οὐκ ὄντων, ἀλλ' ἐκ τοῦ θεοῦ, καὶ λόγος ἐστὶ καὶ σοφία, ἀλλ' οὐ κτίσμα οὐδὲ ποίημα, ἴδιον δὲ ἐκ τοῦ πατρὸς γέννημα, οἱ περὶ Εὐσέβιον ὑπὸ τῆς πολυχρονίου κακοδοξίας ἑαυτῶν ἑλκόμενοι ἐβούλοντο τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ κοινὸν εἶναι πρὸς ἡμᾶς καὶ τὸν τοῦ θεοῦ λόγον μηδέν τε ἐν τούτῳ διαφέρειν ἡμῶν αὐτὸν διὰ τὸ γεγράφθαι· «εἷς θεὸς ἐξ οὗ τὰ πάντα», καὶ πάλιν· «τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά, τὰ δὲ πάντα ἐκ τοῦ θεοῦ». ἀλλ' οἱ πατέρες θεωρήσαντες ἐκείνων τὴν πανουργίαν καὶ τὴν τῆς ἀσεβείας κακοτεχνίαν ἠναγκάσθησαν λοιπὸν λευκότερον εἰπεῖν τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ καὶ γράψαιἐκ τῆς οὐσίας τοῦ θεοῦ εἶναι τὸν υἱὸνὑπὲρ τοῦ μὴ τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ κοινὸν καὶ ἴσον τοῦ τε υἱοῦ καὶ τῶν γενητῶν νομίζεσθαι, ἀλλὰ τὰ μὲν ἄλλα πάντα κτίσμα, τὸν δὲ λόγον μόνον ἐκ τοῦ πατρὸς πιστεύεσθαι. κἂν γὰρ ἐκ τοῦ θεοῦ τὰ πάντα λέγηται, ἀλλὰ ἄλλως ὡς ἔστιν υἱὸς εἴρηται. τὰ μὲν γὰρ κτίσματα διὰ τὸ μὴ εἶναι εἰκῆ καὶ ἐκ ταὐτομάτου μηδὲ κατὰ τύχην ἔχειν τὴν γένεσιν κατὰ
τοὺς λέγοντας ἐξ ἀτόμων συμπλοκῆς καὶ ὁμοιομερῶν, ὥς τινες τῶν αἱρετικῶν ἄλλον δημιουργὸν λέγουσιν, ὡς πάλιν ἄλλοι ὑπό τινων ἀγγέλων λέγουσιν εἶναι τὴν τῶν πάντων σύστασιν, ἀλλ' ὅτι τοῦ θεοῦ ὄντος τὰ πάντα παρ' αὐτοῦ διὰ τοῦ λόγου οὐκ ὄντα πρότερον εἰς τὸ εἶναι γέγονε, διὰ τοῦτο εἴρηται τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ. δὲ λόγος, ἐπεὶ μὴ κτίσμα ἐστίν, εἴρηται καὶ ἔστι μόνος ἐκ τοῦ πατρός, τῆς δὲ τοιαύτης διανοίας γνώρισμα τὸ εἶναι τὸν υἱὸν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ πατρός· οὐδενὶ γὰρ τῶν γενητῶν ὑπάρχει τοῦτο. ἀμέλει τὰ πάντα λέγων Παῦλος ἐκ τοῦ θεοῦ εὐθὺς ἐπήγαγε· «καὶ εἷς κύριος Ἰησοῦς Χριστός, δι' οὗ τὰ πάντα», ἵνα δείξῃ πᾶσιν, ὅτι ἄλλος μέν ἐστιν υἱὸς τῶν πάντων τῶν ἐκ τοῦ θεοῦ γενομένων· τὰ γὰρ ἐκ τοῦ θεοῦ γενόμενα διὰ υἱοῦ γέγονε· τῆς δὲ δημιουργίας χάριν τῆς παρὰ θεοῦ γενομένης ταῦτ' εἴρηκε καὶ οὐ διὰ τὸ εἶναι καὶ τὰ πάντα ὡς ἔστιν υἱὸς ἐκ τοῦ πατρός. οὔτε γὰρ τὰ πάντα ὡς υἱὸς οὔτε λόγος εἷς τῶν πάντων ἐστί· τῶν γὰρ πάντων κύριος καὶ δημιουργός ἐστι. διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἁγία σύνοδος λευκότερον εἴρηκεν ἐκ τῆς οὐσίας αὐτὸν εἶναι τοῦ πατρός, ἵνα καὶ ἄλλος παρὰ τὴν τῶν γενητῶν φύσιν λόγος εἶναι πιστευθῇ μόνος ὢν ἀληθῶς ἐκ τοῦ θεοῦ, καὶ μηκέτι πρόφασις πρὸς ἀπάτην ὑπολείπηται τοῖς ἀσεβοῦσι. περὶ μὲν οὖν τοῦ γεγράφθαι
ἐκ τῆς οὐσίας πρόφασις αὕτη.
ἀεὶ ὑπάρχων ἀιδίως παρὰ τῷ πατρὶ ὡς ἀπαύγασμα φωτόςοἱ περὶ Εὐσέβιον ἠνείχοντο μὲν μὴ τολμῶντες ἀντιλέγειν διὰ τὴν αἰσχύνην, ἣν εἶχον ἐφ' οἷς ἠλέγχθησαν, κατελήφθησαν δὲ πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς τονθορύζοντες καὶ διανεύοντες τοῖς ὀφθαλμοῖς, ὅτι καὶ τὸ ὅμοιον καὶ τὸ ἀεὶ καὶ τὸ τῆς δυνάμεως ὄνομα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ κοινὰ πάλιν ἐστὶ πρὸς ἡμᾶς καὶ τὸν υἱόν, καὶ οὐδὲν λυπεῖ τούτοις ἡμᾶς συνθέσθαι. τὸ μὲν ὅμοιον, ὅτι καὶ περὶ ἡμῶν ἐγράφη· «εἰκών ἐστιν ἄνθρωπος καὶ δόξα θεοῦ ὑπάρχει», τὸ δὲ ἀεί, ὅτι γέγραπται·»ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες», τὸ δὲ ἐν αὐτῷ, ὅτι «ἐν αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν», καὶ τὸ ἄτρεπτον δέ, ὅτι γέγραπται· «οὐδὲν ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ», περὶ δὲ τῆς δυνάμεως, ὅτι καὶ κάμπη καὶ βροῦχος μὲν λέγονται δύναμις καὶ δύναμις μεγάλη, πολλάκις δὲ καὶ περὶ τοῦ λαοῦ γέγραπται, ὥσπερ· «ἐξῆλθε πᾶσα δύναμις κυρίου